Εισοδίων Θεοτόκου, μονή

Εισοδίων Θεοτόκου, μονή
Ονομασία μοναστηριών. 1. Μολίστας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε τον 12o αι. ή πριν από το 1672, αλλά το σημερινό μοναστήρι χτίστηκε το 1819, όπως αναφέρεται σε επιγραφή του καθολικού. Μεταξύ των κειμηλίων του περιλαμβάνονται φορητή εικόνα με χρονολογία 1783, αχρονολόγητο χειρόγραφο, νομοκάνονας βυζαντινής γραφής και άλλα. 2. Πευκοβουνογιάτρισσα. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, νοτιοανατολικά της Κερατέας, το οποίο εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1927. Στο μοναστήρι λειτουργούν εργαστήρια υφαντουργίας, αγιογραφίας και κεντητικής αμφίων. Μέσα και έξω από τον περίβολο του μοναστηριού βρίσκονται τα παρεκκλήσια Αγίου Μηνά, Αγίας Ματρώνας, Ζωοδόχου Πηγής, Αγίας Μαρίνας, Αγίας Τριάδας και Αγίου Μοδέστου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αττικής, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα την Κηφισιά και στη δικαιοδοσία της υπάγονται οι περιοχές Κηφισιάς, Εκάλης, Αμαρουσίου, Μεταμόρφωσης, Αχαρνών (Μενιδίου), Άνω Λιοσίων, Ιλίου, Πετρούπολης, Καματερού, Νέας Μάκρης Μαραθώνα, Καπανδριτίου Ωρωπού, στις οποίες υφίστανται… …   Dictionary of Greek

  • ВВЕДЕНИЯ ВО ХРАМ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ МОНАСТЫРЬ — Собор Миртийского мон ря Собор Миртийского мон ря Успение Пресв. Богородицы. Роспись собора Миртийского мон ря. Кон. XII в. Фрагмент Успение Пресв. Богородицы. Роспись собора Миртийского мон ря. Кон. XII в. Фрагмент[греч. Εἰσοδίων Θεοτόκου], муж …   Православная энциклопедия

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αντιβουνιώτισσας (Κερκύρας) — Το μουσείο μεταβυζαντινής τέχνης της Κέρκυρας –ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα εξέλιξης της εκκλησιαστικής ζωγραφικής κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου– λειτουργεί και πάλι από το 1994, μετά τη δεύτερη, τελική φάση αναστήλωσης του ναού… …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”